- συνεκπιέζω
- Α1. συμπιέζω2. εξάγω με πίεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek